Anonymous

περαιόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], [[μεταφέρω]] πιο πέρα ή [[απέναντι]], <i>στρατιὰν ἐπεραίωσε</i>, Λατ. trajecit exercitum, σε Θουκ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[προσπερνώ]], [[διαβαίνω]], περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Θουκ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[πέλαγος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], [[μεταφέρω]] πιο πέρα ή [[απέναντι]], <i>στρατιὰν ἐπεραίωσε</i>, Λατ. trajecit exercitum, σε Θουκ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[προσπερνώ]], [[διαβαίνω]], περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Θουκ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[πέλαγος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περαιόω:''' <b class="num">1)</b> переправлять, перевозить (στρατιάν Thuc.; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Polyb.): π. τινα τὸ [[ῥεῖθρον]] Polyb. переправлять кого-л. через реку;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. переправляться, переплывать (τὸν Ἑλλήσποντον Thuc.; med.: [[πέλαγος]] Thuc.; ποταμόν Polyb.).
}}
}}