Anonymous

περιαρτάω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρτάω:''' привешивать кругом, обвешивать (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
}}
}}