Anonymous

πέπληγον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέπληγον:''' эп. aor. 2 к [[πλήσσω]].
}}
}}