3,273,248
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ. | |lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδείδω:''' (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. [[περιδείδια]]) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л. | |||
}} | }} |