Anonymous

περιδείδω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ.
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδείδω:''' (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. [[περιδείδια]]) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л.
}}
}}