3,273,754
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πατρῷος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[πατρώϊος]], -η, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον [[πατέρα]] κάποιου, προερχόμενος ή κληρονομημένος από αυτόν, Λατ. [[paternus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ξεῖνος]] [[πατρώϊος]], [[παλιός]] [[πατρικός]] [[φίλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γαῖα]] πατρωΐη, η [[πατρίδα]] κάποιου, στον ίδ.· <i>πατρώϊα</i>, η πατρική [[κληρονομιά]] κάποιου, στον ίδ. κ.λπ.· πατρῷα [[δόξα]], κληρονομική [[δόξα]], σε Ξεν.· <i>Ζεὺςπατρῷος</i>, επίσης ο [[θεός]] που προστατεύει τα [[πατρικά]] δικαιώματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πάτριος]], αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, σε Πίνδ., Σοφ.· <i>τὰ πατρώϊα</i>, τα δικαιώματα του [[πατέρα]], αντίθ. προς τα <i>μητρώια</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''πατρῷος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[πατρώϊος]], -η, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον [[πατέρα]] κάποιου, προερχόμενος ή κληρονομημένος από αυτόν, Λατ. [[paternus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ξεῖνος]] [[πατρώϊος]], [[παλιός]] [[πατρικός]] [[φίλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γαῖα]] πατρωΐη, η [[πατρίδα]] κάποιου, στον ίδ.· <i>πατρώϊα</i>, η πατρική [[κληρονομιά]] κάποιου, στον ίδ. κ.λπ.· πατρῷα [[δόξα]], κληρονομική [[δόξα]], σε Ξεν.· <i>Ζεὺςπατρῷος</i>, επίσης ο [[θεός]] που προστατεύει τα [[πατρικά]] δικαιώματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πάτριος]], αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, σε Πίνδ., Σοφ.· <i>τὰ πατρώϊα</i>, τα δικαιώματα του [[πατέρα]], αντίθ. προς τα <i>μητρώια</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατρῷος:''' эп. [[πατρώϊος]] 3 и 2 отцовский, отчий ([[σκῆπτρον]] Hom.; χρήματα Arph.; [[δῶμα]] Soph.; ἔθη NT): τὰ πατρῷα Lys. отцовское наследство; ἡ ἀρχὴ ἡ πατρῴα Xen. владения отцов; γαία πατρωΐη Hom. отечество, родина; οἱ θεοὶ πατρῷοι Soph. родовые, семейные или отечественные (национальные) боги; [[γνώμη]] πατρῴα Soph. отцовская воля; πατρῷοι φόνοι Soph. отцеубийство; πατρῷα ὅρκια Soph. данные отцу клятвы; π. [[ξεῖνος]] Hom. отцовский, т. е. старинный друг; πατρῴα [[δόξα]] Xen. слава отцов. | |||
}} | }} |