Anonymous

περιποιέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω να παραμείνει [[κάτι]] πάνω και [[ψηλά]], [[διατηρώ]] ασφαλές, [[διασώζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρήματα, [[αποταμιεύω]], [[αποθησαυρίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω, [[προμηθεύω]], <i>τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς</i>, σε Αισχίν.· [[περιποιέω]] τὰ πράγματα εἰς αὐτούς, παίρνουν τα πράγματα στην [[εξουσία]] τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαφυλάσσω]] ή [[διασώζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[περιλαμβάνω]], [[κατέχω]], [[αποκτώ]], σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., [[κερδίζω]] χρήματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''περιποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω να παραμείνει [[κάτι]] πάνω και [[ψηλά]], [[διατηρώ]] ασφαλές, [[διασώζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρήματα, [[αποταμιεύω]], [[αποθησαυρίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω, [[προμηθεύω]], <i>τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς</i>, σε Αισχίν.· [[περιποιέω]] τὰ πράγματα εἰς αὐτούς, παίρνουν τα πράγματα στην [[εξουσία]] τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαφυλάσσω]] ή [[διασώζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[περιλαμβάνω]], [[κατέχω]], [[αποκτώ]], σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., [[κερδίζω]] χρήματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περιποιέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> сохранять, спасать (τινα ἐκ κακῶν καὶ πολέμου Lys.; τὸ [[παιδίον]] Her.; med. τὸ [[ζῆν]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. откладывать (в сторону), сберегать, копить (ἀπ᾽ ὀλίγων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> добывать, приобретать, доставлять (Ῥόδον [[αὑτῷ]] Dem.; τὰς ἀρχάς τινι Polyb.; med. τι διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος NT): ἑαυτῷ [[ὄνομα]] καὶ δύναμιν περιποιήσασθαι Xen. стяжать себе имя и могущество; περιποιήσασθαι τὴν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν Polyb. завоевать себе симпатии греков; τὰ πράγματα εἰς αὑτοὺς περιποιήσειν Thuc. захватить государственную власть.
}}
}}