Anonymous

πεμπάζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.).
}}
}}