3,251,689
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.). | |||
}} | }} |