Anonymous

πένθος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πένθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για εξωτερικά [[σημεία]] θλίψης, [[μοιρολόγημα]] του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πένθος]] ποιήσασθαι, [[δημόσιος]] [[πένθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυστυχία]], σε Σοφ. (σχετίζεται με το [[πάθος]], όπως το [[βένθος]] με το [[βάθος]]).
|lsmtext='''πένθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για εξωτερικά [[σημεία]] θλίψης, [[μοιρολόγημα]] του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πένθος]] ποιήσασθαι, [[δημόσιος]] [[πένθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυστυχία]], σε Σοφ. (σχετίζεται με το [[πάθος]], όπως το [[βένθος]] με το [[βάθος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πένθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> печаль, скорбь, горе: π. ἔχειν Hom. и ἐν πένθει εἶναι Plat. быть погруженным в скорбь; Τρῶας [[λάβε]] π. Hom. скорбь охватила троянцев; τινὶ π. τιθέναι Hom. и παρέχειν Aesch. погрузить кого-л. в печаль;<br /><b class="num">2)</b> траур: π. ποιεῖσθαι Her. объявлять траур; ἐπὶ πένθει Plut. в трауре;<br /><b class="num">3)</b> несчастье, бедствие Her., Pind.
}}
}}