Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Περσικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Περσικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[περσικός]], <i>ἡ Περσικὴ</i> (ενν. [[χώρα]]), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Περσικαί</i>, <i>αἱ</i>, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], <i>ὁ</i>, ή <i>Περσικόν</i>, <i>τό</i>, το [[ροδάκινο]], Λατ. [[malum]] [[persicum]].4. Περσικὸς [[ὄρνις]], ο [[κοινός]] [[πετεινός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ Περσικά</i>, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως <i>τὰ Μηδικά</i>.
|lsmtext='''Περσικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[περσικός]], <i>ἡ Περσικὴ</i> (ενν. [[χώρα]]), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Περσικαί</i>, <i>αἱ</i>, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], <i>ὁ</i>, ή <i>Περσικόν</i>, <i>τό</i>, το [[ροδάκινο]], Λατ. [[malum]] [[persicum]].4. Περσικὸς [[ὄρνις]], ο [[κοινός]] [[πετεινός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ Περσικά</i>, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως <i>τὰ Μηδικά</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''Περσικός:''' [[Περσεύς]] 3] персеев Polyb.<br />[[Πέρσης]] II] персидский: Π. [[κόλπος]] Arst. Персидский залив; Περσικὴ [[ὄρνις]] Arph. петух.
}}
}}