3,274,125
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίφοβος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''περίφοβος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίφοβος:''' крайне испугавшийся, перепуганный (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся. | |||
}} | }} |