Anonymous

περιοικίς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιοικίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[περίοικος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται [[ολόγυρα]], γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. <i>γῆ</i>, [[χώρα]]), η [[περιοχή]] που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το [[προάστιο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> πόλη <i>περιοίκων</i>, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ.
|lsmtext='''περιοικίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[περίοικος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται [[ολόγυρα]], γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. <i>γῆ</i>, [[χώρα]]), η [[περιοχή]] που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το [[προάστιο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> πόλη <i>περιοίκων</i>, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιοικίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f обитаемая вокруг, т. е. окрестная (πόλεις Her.; νῆσοι Thuc.; κῶμαι Polyb.).<br />ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. γῆ) окрестные места, пригороды Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[πόλις]]) пригород (населенный периэками) Arst.
}}
}}