Anonymous

πηδόν: Difference between revisions

From LSJ
3b
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού<br /><b>2.</b> τα πηδάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πηδόν]] ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» του [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]]) με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- και συνδέεται με το λιθουαν. <i>pėda</i> «[[πέλμα]]» και το αρχ. σλαβ. <i>p</i><i>ě</i><i>ši</i> «με τα πόδια». Η [[ρίζα]] <i>ped</i>- χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού το οποίο, λόγω του σχήματός του θυμίζει [[πέλμα]] ποδιού].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού<br /><b>2.</b> τα πηδάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πηδόν]] ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» του [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]]) με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- και συνδέεται με το λιθουαν. <i>pėda</i> «[[πέλμα]]» και το αρχ. σλαβ. <i>p</i><i>ě</i><i>ši</i> «με τα πόδια». Η [[ρίζα]] <i>ped</i>- χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού το οποίο, λόγω του σχήματός του θυμίζει [[πέλμα]] ποδιού].
}}
{{elru
|elrutext='''πηδόν:''' τό досл. лопасть весла, перен. весло: ἀναρρίπτειν ἅλα πεδῷ Hom. всколебать море веслом, т. е. налечь на весла.
}}
}}