3,270,341
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλόκᾰμος:''' ὁ ([[πλέκω]]), [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, [[κυρίως]] λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, [[κόμη]], σε Ηρόδ.· τριχὸς [[πλόκαμος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πλόκᾰμος:''' ὁ ([[πλέκω]]), [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, [[κυρίως]] λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, [[κόμη]], σε Ηρόδ.· τριχὸς [[πλόκαμος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλόκᾰμος:''' ὁ прядь, локон, pl. кудри, волосы Hom., Her., Pind., Aesch. etc. | |||
}} | }} |