Anonymous

ποιέω: Difference between revisions

From LSJ
9,549 bytes added ,  1 January 2019
3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιέω:''' Επικ. παρατ. <i>ποίεον</i>, συνηρ. <i>ποίει</i>, Ιων. <i>ποιέεσκον</i> — Μέσ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>ποιέσκετο</i>· μέλ. <i>ποιήσομαι</i> (επίσης χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]]) — Παθ., μέλ. <i>ποιηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποιήθην</i>, παρακ. <i>πεποίημαι</i> (επίσης χρησιμ. με Μέσ. [[σημασία]]) — οι Αττ. ποιητές χρησιμοποιούν την παραλήγουσα βραχεία, όπως <i>ποῐῶ</i>, <i>ποῐεῖν</i> κ.λπ., που [[συχνά]] γράφονται και <i>ποῶ</i>, <i>ποεῖν</i> κ.λπ., όπως στα Λατ. poëta, poësis.Έχει [[δύο]] γενικές σημασίες· [[κατασκευάζω]] και κάνω.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παράγω]], [[δημιουργώ]]· στον Όμηρ. [[συχνά]] λέγεται για [[οικοδόμηση]], <i>ποιῶδῶμα</i>, [[τεῖχος]] κ.λπ.· λέγεται για την [[εργασία]] του σιδηρουργού, ποιῶ [[σάκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα έργα τέχνης, στο ίδ. κ.λπ.· <i>ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου</i>, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[ξύλο]], σε Ηρόδ.· <i>ποιῶ πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης</i>, στον ίδ.· ομοίως με γεν., <i>ποιῶ νηὸν λίθου</i>, στον ίδ.· <i>φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι</i>, σε Ξεν. — Μέσ., [[οἰκία]] ποιήσασθαι, τους [[χτίζω]] σπίτια, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, έχω φτιάξει [[κάτι]], το [[ετοιμάζω]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> φτιάχνω, [[δημιουργώ]], <i>ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ποιητές, [[συνθέτω]], [[γράφω]], Λατ. carmina facere, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, κάνω ή αναπαριστώ στην [[ποίηση]], [[Ὅμηρος]] Ἀχιλλέα πεποίηκε ἀμείνω Ὀδυσσέως, σε Πλάτ.· [[περιγράφω]] με στίχους, στον ίδ.· [[βάζω]] σε στίχους, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίνω]], [[επιφέρω]], [[προκαλώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., [[προξενώ]] ή [[επιφέρω]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θυσίες και άλλα τέτοια, [[ποιέω]] ἱρά, όπως <i>ἕρδειν</i>, Λατ. [[sacra]] facere, σε Ηρόδ., Ξεν., Θουκ. κ.λπ.· ποιῶ [[Ἴσθμια]], [[διεξάγω]] αγώνες στον Ισθμό, δηλ. τα [[Ίσθμια]], σε Ξεν.· <i>ποιῶ ἐκκλησίαν</i> (όπως λέμε, [[κατασκευάζω]] ένα [[σπίτι]]), σε Θουκ.· Μέσ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[αλλά]] με εννοούμενη [[μέση]] [[ενέργεια]], <i>ἀγορὴν ποιήσατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον πόλεμο και την [[ειρήνη]], <i>πόλεμον ποιεῖν</i>, [[προξενώ]] πόλεμο, [[αλλά]] <i>πόλεμον ποιεῖσθαι</i>, [[διεξάγω]] πόλεμο (στο [[πλευρό]] κάποιου άλλου), σε Ξεν.· ομοίως <i>εἰρήνην ποιῶ</i>, κάνω [[ειρήνη]] (για τους άλλους)· [[αλλά]], <i>εἰρήνην ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[ειρήνη]] (για τον εαυτό μου) κ.λπ.·<br /><b class="num">4.</b> η Μέσ. [[συχνά]] χρησιμ. περιφρ. με ουσ., <i>ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην</i> αντί <i>ὁδοιπορεῖν</i>, <i>ποιεῖσθαι πλόον</i> αντί <i>πλέειν</i>, [[θαῦμα]] ποιεῖσθαι αντί <i>θαυμάζειν</i>, <i>ὀργὴν ποιεῖσθαι</i> αντί <i>ὀργίζεσθαι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ποιεῖσθαι λόγον τινός</i>, λέω σχετικά με, [[διηγούμαι]], στον ίδ.· [[αλλά]], <i>τοὺςλόγους ποιῶ</i>, [[συσκέπτομαι]], [[διεξάγω]] [[συζήτηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> με επίθ. ως κατηγορ., [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιο ή [[άλλο]], <i>ποιεῖν τινα βασιλῆα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>Ἀθηναῖον ποιεῖν τινα</i>, σε Θουκ. — Μέσ., <i>ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον</i> ή <i>ἄκοιτιν</i>, [[καθιστώ]] αυτή σύζυγό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ποιεῖσθαί τινα ὑιόν</i>, κάνω κάποιον γιο μου, δηλ. τον [[υιοθετώ]] ως [[παιδί]] μου (πρβλ. [[εἰσποιέω]]), στον ίδ., Αττ.· επίσης, [[ἑωυτοῦ]] ποιεῖσθαι τι, κάνω ένα [[πράγμα]] δικό μου, σε Ηρόδ. <b>IV.1.</b> [[βάζω]], [[τοποθετώ]], [[ποιέω]], <i>ποιῶ ἐνὶ φρεσί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον πόλεμο, <i>ποιῶ τινας</i>, [[ὑπό]] τινι, [[οδηγώ]] [[κάτω]] από την [[εξουσία]]..., σε Δημ. — Μέσ., <i>ποιεῖσθαι ὑπ' ἑωυτῷ</i>, σε Ηρόδ.· <i>ποιεῖσθαί τινας ἐς τὸ συμμαχικόν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> στη Μέσ., [[στηρίζω]], [[θεωρώ]], [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], [[κρίνω]] ένα [[πράγμα]] ως..., <i>συμφορὴν ποιεῖσθαί τι</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[συμφορά]], στον ίδ.· <i>δεινὸν ποιεῖσθαί τι</i>, Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ.· [[μέγα]] ποιῶ, με απαρ., [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[πολύ]] σπουδαίο να..., στον ίδ.· <i>οὐκ ἀνάσχετον ποιῶ τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με πρόθ., <i>δι' οὐδενὸς ποιῶ</i>, δεν [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως σημαντικό, σε Σοφ.· <i>ἐνἐλαφρῷ ἐν ὁμοίῳ ποιῶ</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐν σμικρῷ ἐν ὀργῇ</i>, σε Δημ.· παρ' [[ὀλίγον]], παρ' [[οὐδέν]] τι, σε Ξεν.· περὶ [[πολλοῦ]], <i>περὶ πλείονος</i>, <i>περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">VI.</b> [[θεωρώ]] την [[περίπτωση]], [[υποθέτω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., <i>οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι</i>, γι' αυτούς που έχουν [[υπόληψη]]..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">VII.</b> λέγεται για χρόνο, <i>οὐ ποιῶ χρόνον</i>, δεν [[επιμηκύνω]] τον χρόνο, δηλ. δεν [[αργοπορώ]], σε Δημ.· <i>τὴν [[νύκτα]] ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι</i>, [[διέρχομαι]] ([[περνάω]]) τη [[νύχτα]] [[ένοπλος]], σε Θουκ. <b>Β. I. 1.</b> κάνω, [[περίπου]] όπως το [[πράσσω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν</i>, σε Δημ.· <i>Σπαρτιητικὰ ποιέειν</i>, [[λειτουργώ]] όπως [[ένας]] [[Σπαρτιάτης]], σε Ηρόδ.· <i>προσταλθὲν ποιῶ</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με διπλ. αιτ., κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, <i>κακὰ</i> ή <i>ἀγαθὰ ποιεῖν τινα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης <i>εὖ</i>, [[κακῶς]] ποιῶ τινα, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με δοτ. προσ., ἵππῳ [[τἀναντία]] ποιῶ, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., <i>φίλα ποιεῖσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με επίρρ., [[ὧδε]] ποίησον, πράξε με αυτό τον τρόπο, έτσι, στον ίδ.· ποίειὅπως [[βούλει]], σε Ξεν.· ομοίως με μτχ., <i>εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· το [[καλῶς]] ποιῶν, μερικές φορές είναι [[σχεδόν]] επιρρηματικό, [[καλῶς]] ποιοῦντες πράττετε, σε Δημ.· <i>εὖ ποιοῦν</i>, ευνοϊκά, ευτυχώς, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., κάνω, [[πράττω]] ή [[ενεργώ]], ποιέειν ἢ [[παθέειν]], κάνω ή έχω κάνει σε κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[φάρμακο]], [[ενεργώ]], [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]], σε Πλάτ.· ομοίως, ἡ [[εὔνοια]] παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, η [[καλή]] [[θέληση]], η [[εύνοια]] έκλινε [[πάρα]] [[πολύ]] προς τους Λακεδαιμόνιους, σε Θουκ.· ομοίως απρόσ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τῆς μὲν ἠπειρώταις [[εἶναι]], είναι γενικό χαρακτηριστικό τους να είναι χερσαίοι κ.λπ., στον ίδ.
|lsmtext='''ποιέω:''' Επικ. παρατ. <i>ποίεον</i>, συνηρ. <i>ποίει</i>, Ιων. <i>ποιέεσκον</i> — Μέσ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>ποιέσκετο</i>· μέλ. <i>ποιήσομαι</i> (επίσης χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]]) — Παθ., μέλ. <i>ποιηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποιήθην</i>, παρακ. <i>πεποίημαι</i> (επίσης χρησιμ. με Μέσ. [[σημασία]]) — οι Αττ. ποιητές χρησιμοποιούν την παραλήγουσα βραχεία, όπως <i>ποῐῶ</i>, <i>ποῐεῖν</i> κ.λπ., που [[συχνά]] γράφονται και <i>ποῶ</i>, <i>ποεῖν</i> κ.λπ., όπως στα Λατ. poëta, poësis.Έχει [[δύο]] γενικές σημασίες· [[κατασκευάζω]] και κάνω.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παράγω]], [[δημιουργώ]]· στον Όμηρ. [[συχνά]] λέγεται για [[οικοδόμηση]], <i>ποιῶδῶμα</i>, [[τεῖχος]] κ.λπ.· λέγεται για την [[εργασία]] του σιδηρουργού, ποιῶ [[σάκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα έργα τέχνης, στο ίδ. κ.λπ.· <i>ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου</i>, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[ξύλο]], σε Ηρόδ.· <i>ποιῶ πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης</i>, στον ίδ.· ομοίως με γεν., <i>ποιῶ νηὸν λίθου</i>, στον ίδ.· <i>φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι</i>, σε Ξεν. — Μέσ., [[οἰκία]] ποιήσασθαι, τους [[χτίζω]] σπίτια, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, έχω φτιάξει [[κάτι]], το [[ετοιμάζω]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> φτιάχνω, [[δημιουργώ]], <i>ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ποιητές, [[συνθέτω]], [[γράφω]], Λατ. carmina facere, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, κάνω ή αναπαριστώ στην [[ποίηση]], [[Ὅμηρος]] Ἀχιλλέα πεποίηκε ἀμείνω Ὀδυσσέως, σε Πλάτ.· [[περιγράφω]] με στίχους, στον ίδ.· [[βάζω]] σε στίχους, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίνω]], [[επιφέρω]], [[προκαλώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., [[προξενώ]] ή [[επιφέρω]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θυσίες και άλλα τέτοια, [[ποιέω]] ἱρά, όπως <i>ἕρδειν</i>, Λατ. [[sacra]] facere, σε Ηρόδ., Ξεν., Θουκ. κ.λπ.· ποιῶ [[Ἴσθμια]], [[διεξάγω]] αγώνες στον Ισθμό, δηλ. τα [[Ίσθμια]], σε Ξεν.· <i>ποιῶ ἐκκλησίαν</i> (όπως λέμε, [[κατασκευάζω]] ένα [[σπίτι]]), σε Θουκ.· Μέσ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[αλλά]] με εννοούμενη [[μέση]] [[ενέργεια]], <i>ἀγορὴν ποιήσατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον πόλεμο και την [[ειρήνη]], <i>πόλεμον ποιεῖν</i>, [[προξενώ]] πόλεμο, [[αλλά]] <i>πόλεμον ποιεῖσθαι</i>, [[διεξάγω]] πόλεμο (στο [[πλευρό]] κάποιου άλλου), σε Ξεν.· ομοίως <i>εἰρήνην ποιῶ</i>, κάνω [[ειρήνη]] (για τους άλλους)· [[αλλά]], <i>εἰρήνην ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[ειρήνη]] (για τον εαυτό μου) κ.λπ.·<br /><b class="num">4.</b> η Μέσ. [[συχνά]] χρησιμ. περιφρ. με ουσ., <i>ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην</i> αντί <i>ὁδοιπορεῖν</i>, <i>ποιεῖσθαι πλόον</i> αντί <i>πλέειν</i>, [[θαῦμα]] ποιεῖσθαι αντί <i>θαυμάζειν</i>, <i>ὀργὴν ποιεῖσθαι</i> αντί <i>ὀργίζεσθαι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ποιεῖσθαι λόγον τινός</i>, λέω σχετικά με, [[διηγούμαι]], στον ίδ.· [[αλλά]], <i>τοὺςλόγους ποιῶ</i>, [[συσκέπτομαι]], [[διεξάγω]] [[συζήτηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> με επίθ. ως κατηγορ., [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιο ή [[άλλο]], <i>ποιεῖν τινα βασιλῆα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>Ἀθηναῖον ποιεῖν τινα</i>, σε Θουκ. — Μέσ., <i>ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον</i> ή <i>ἄκοιτιν</i>, [[καθιστώ]] αυτή σύζυγό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ποιεῖσθαί τινα ὑιόν</i>, κάνω κάποιον γιο μου, δηλ. τον [[υιοθετώ]] ως [[παιδί]] μου (πρβλ. [[εἰσποιέω]]), στον ίδ., Αττ.· επίσης, [[ἑωυτοῦ]] ποιεῖσθαι τι, κάνω ένα [[πράγμα]] δικό μου, σε Ηρόδ. <b>IV.1.</b> [[βάζω]], [[τοποθετώ]], [[ποιέω]], <i>ποιῶ ἐνὶ φρεσί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον πόλεμο, <i>ποιῶ τινας</i>, [[ὑπό]] τινι, [[οδηγώ]] [[κάτω]] από την [[εξουσία]]..., σε Δημ. — Μέσ., <i>ποιεῖσθαι ὑπ' ἑωυτῷ</i>, σε Ηρόδ.· <i>ποιεῖσθαί τινας ἐς τὸ συμμαχικόν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> στη Μέσ., [[στηρίζω]], [[θεωρώ]], [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], [[κρίνω]] ένα [[πράγμα]] ως..., <i>συμφορὴν ποιεῖσθαί τι</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[συμφορά]], στον ίδ.· <i>δεινὸν ποιεῖσθαί τι</i>, Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ.· [[μέγα]] ποιῶ, με απαρ., [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[πολύ]] σπουδαίο να..., στον ίδ.· <i>οὐκ ἀνάσχετον ποιῶ τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με πρόθ., <i>δι' οὐδενὸς ποιῶ</i>, δεν [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως σημαντικό, σε Σοφ.· <i>ἐνἐλαφρῷ ἐν ὁμοίῳ ποιῶ</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐν σμικρῷ ἐν ὀργῇ</i>, σε Δημ.· παρ' [[ὀλίγον]], παρ' [[οὐδέν]] τι, σε Ξεν.· περὶ [[πολλοῦ]], <i>περὶ πλείονος</i>, <i>περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">VI.</b> [[θεωρώ]] την [[περίπτωση]], [[υποθέτω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., <i>οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι</i>, γι' αυτούς που έχουν [[υπόληψη]]..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">VII.</b> λέγεται για χρόνο, <i>οὐ ποιῶ χρόνον</i>, δεν [[επιμηκύνω]] τον χρόνο, δηλ. δεν [[αργοπορώ]], σε Δημ.· <i>τὴν [[νύκτα]] ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι</i>, [[διέρχομαι]] ([[περνάω]]) τη [[νύχτα]] [[ένοπλος]], σε Θουκ. <b>Β. I. 1.</b> κάνω, [[περίπου]] όπως το [[πράσσω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν</i>, σε Δημ.· <i>Σπαρτιητικὰ ποιέειν</i>, [[λειτουργώ]] όπως [[ένας]] [[Σπαρτιάτης]], σε Ηρόδ.· <i>προσταλθὲν ποιῶ</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με διπλ. αιτ., κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, <i>κακὰ</i> ή <i>ἀγαθὰ ποιεῖν τινα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης <i>εὖ</i>, [[κακῶς]] ποιῶ τινα, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με δοτ. προσ., ἵππῳ [[τἀναντία]] ποιῶ, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., <i>φίλα ποιεῖσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με επίρρ., [[ὧδε]] ποίησον, πράξε με αυτό τον τρόπο, έτσι, στον ίδ.· ποίειὅπως [[βούλει]], σε Ξεν.· ομοίως με μτχ., <i>εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· το [[καλῶς]] ποιῶν, μερικές φορές είναι [[σχεδόν]] επιρρηματικό, [[καλῶς]] ποιοῦντες πράττετε, σε Δημ.· <i>εὖ ποιοῦν</i>, ευνοϊκά, ευτυχώς, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., κάνω, [[πράττω]] ή [[ενεργώ]], ποιέειν ἢ [[παθέειν]], κάνω ή έχω κάνει σε κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[φάρμακο]], [[ενεργώ]], [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]], σε Πλάτ.· ομοίως, ἡ [[εὔνοια]] παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, η [[καλή]] [[θέληση]], η [[εύνοια]] έκλινε [[πάρα]] [[πολύ]] προς τους Λακεδαιμόνιους, σε Θουκ.· ομοίως απρόσ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τῆς μὲν ἠπειρώταις [[εἶναι]], είναι γενικό χαρακτηριστικό τους να είναι χερσαίοι κ.λπ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> делать, выделывать, производить, готовить, изготовлять ([[εἴδωλον]], [[σάκος]], med. [[πέπλον]] Hom.; [[δεῖπνον]] Hes.): πεποιημένος τινός и [[ἀπό]] или ἔκ τινος Xen. etc. сделанный из чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> строить, возводить, воздвигать ([[δῶμα]], [[τεῖχος]] Hom.; βωμὸν καὶ ναόν Xen.; σκηνάς NT);<br /><b class="num">3)</b> делать (кого-л. кем-л. или каким-л.) (τινα ἄφρονα Hom.; med.: [[φίλον]] τινά Xen.; τὸν θεὸν ἀρωγόν Soph.): π. τινα βασιλῆα Hom. делать (ставить) кого-л. царем; ἔμψυχον π. τι Luc. одушевлять что-л.; med. превращать (τῆς σαρκὸς πρόνοιαν εἰς ἐπιθυμίας NT);<br /><b class="num">4)</b> делать, совершать: εἰρήνην ποιεῖσθαι Xen. заключать мир; ὡς σαφέστατα ἂν [[εἰδείην]] ἐποίουν Xen. я сделал (все), чтобы получить достовернейшие сведения; πόλεμον ποιεῖσθαι Xen. вести войну; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι Her. спорить между собою, Thuc., Plat.; состязаться; πόλεμον π. τινι Isae. возбуждать войну против кого-л.; π. μάχας Soph. сражаться; π. ἐκκλησίαν Thuc., Xen.; проводить совещание; [[ἅμα]] [[ἔπος]] τε καὶ [[ἔργον]] ἐποίεε Her. как сказал, так и сделал; ποιεῖσθαι βουλήν Her. принимать решение; [[κακῶς]] π. τὴν χώραν Dem. опустошать страну; λόγους ποιεῖσθαι Isocr. говорить, Dem. вести переговоры; ποιεῖσθαι ὁδόν (ὁδοιπορίην) Her. и πορείαν NT совершать путь; π. и ποιεῖσθαι θήραν Xen. охотиться; πᾶσαν τὴν σπουδήν τινος [[ἕνεκα]] ποιεῖσθαι Plat. прилагать все усилия к чему-л.; ἀριθμὸν π. Xen. производить подсчет; θώϋμα ποιεῖσθαί τι Her. удивляться чему-л.; π. ἐλεημοσύνην NT творить (подавать) милостыню; ὁργὴν ποιησάμενος Her. раздраженный, в ярости; δι᾽ ἀγγέλου ποιεύμενος ἔπεμπε βιβλία Her. он послал через гонца письма;<br /><b class="num">5)</b> действовать: τὰ ποιοῦντα καὶ τὰ πάσχοντα Plat. действующие и страдательные начала; ἡ [[εὔνοια]] τῶν ἀνθρώπων ἐποίει [[μᾶλλον]] ἐς [[τούς]] Λακεδαιμονίους Thuc. общественное мнение склонялось больше в пользу лакедемонян; τὸ [[φάρμακον]] ποιήσει Plat. снадобье подействует;<br /><b class="num">6)</b> производить на свет, рождать (κριθάς Arph.; παῖδα Xen.);<br /><b class="num">7)</b> приобретать, получать, зарабатывать ([[ἀργύριον]] Dem.; οὐδὲν ἐκ τῆς γῆς Xen.; [[πέντε]] τάλαντα NT): τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας ποιεῖσθαι Xen. добывать себе средства к жизни земледелием;<br /><b class="num">8)</b> исполнять, выполнять (τὰ τεταγμένα τῇ πόλει Xen.; τὰς ἐντολάς NT);<br /><b class="num">9)</b> делать, оказывать (πολλὰ χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Arph.; πολλὰ ἀγαθὰ τὴν πόλιν Plat.; med. βοηθείας τινί Isocr.): τινὰ εὖ π. Plat. делать добро кому-л.;<br /><b class="num">10)</b> устраивать, справлять (ἱρά Her.; θυσίαν Xen.; ἑορτήν NT): πάντα π. τοῖς ἀποθανοῦσιν Xen. отдавать умершим все (установленные) почести;<br /><b class="num">11)</b> делать, принимать, брать (τινὰ ἄλοχον ποιεῖσθαι Hom.): ποιεῖσθαί τινα [[υἱόν]] Hom. усыновлять кого-л.; τινὰ ποιεῖσθαι μαθητήν Plat. брать кого-л. себе в ученики; τινὰ (τὶ) ποιεῖσθαι ὑπ᾽ ἑωυτῷ ([[ἑωυτοῦ]]) Her. и ὑφ᾽ ἑαυτόν Plat. подчинять кого(что)-л. себе, овладевать кем(чем)-л.; π. τινα ἐπί τινι Dem. подчинять кого-л. кому-л.;<br /><b class="num">12)</b> причинять, вызывать (φόβον Hom.; γέλωτα Plat.): π. [[ὕδωρ]] Arph. посылать дождь; π. [[νόημα]] ἐνὶ φρεσί Hom. внушать мысль;<br /><b class="num">13)</b> (о звуках) издавать, испускать (στόνον Soph.; κραυγήν Xen.);<br /><b class="num">14)</b> слагать, составлять, сочинять (κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν Plat.): π. εἴς τινα, Plat. слагать песнь в честь кого-л.; περὶ [[θεῶν]] λέγειν καὶ π. Plat. говорить о богах и воспевать их; ὁ τὰ [[Κύπρια]] ποιήσας Arst. автор «Киприй»;<br /><b class="num">15)</b> изображать, обрисовывать, представлять (τὸν Ἀγαμέμνονα ἀγαθὸν ἄνδρα Plat.);<br /><b class="num">16)</b> изобретать, выдумывать, создавать (в воображении) (καινοὺς θεούς Plat.; ὀνόματα Arst.);<br /><b class="num">17)</b> предполагать, допускать: [[σφέας]] [[ποιέω]] ἴσους ἐκείνοισι εἶναι Her. я полагаю, что их было столько же, сколько тех; πεποιήσθω δή Plat. ну предположим; ποιῶ δ᾽ [[ὑμᾶς]] ἥκειν εἰς Φᾶσιν Xen. допустим, что вы прибыли в Фасиду;<br /><b class="num">18)</b> делать, поступать: [[πῶς]] ποιήσεις; Soph. что ты предпримешь?; [[καλῶς]] ποιῶν σύ Plat. ты хорошо сделал; εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με Plat. хорошо, что ты мне напомнил; π. Σπαρτιητικά Her. поступать по-спартански;<br /><b class="num">19)</b> заставлять (κλαίειν τινά Xen.): π. αἰσχύνεσθαί τινα Xen. пристыдить кого-л.; π. τινα κλύειν τινός Soph. заставлять кого-л. слушаться кого-л.;<br /><b class="num">20)</b> ставить, класть, ввергать: π. [[εἴσω]] Xen. вводить; π. [[ἔξω]] Xen. выводить; π. τὰς [[ναῦς]] ἐπὶ τοῦ ξηροῦ Thuc. вытаскивать корабли на сушу; τινα ἐς ψυλακὴν π. Thuc. ввергать кого-л. в тюрьму; π. τινα [[ἱκέσθαι]] ἐς οἶκον Hom. разрешить кому-л. вернуться домой; π. ἐν αἰσχύνῃ τὴν πόλιν Dem. покрывать город позором; ποιεῖσθαί τι ἐς ἀσφάλειαν Thuc. помещать что-л. в безопасное место;<br /><b class="num">21)</b> проводить, тратить (πολὺν χρόνον ἔν τινι Anth.): οὐ π. χρόνον οὐδένα Dem. не терять (напрасно) времени; τὴν νύκτα ἐφ᾽ ὅπλοις ποιεῖσθαι Thuc. проводить ночь в (полном) вооружении; μέσας π. νύκτας Plat. тянуть (разговор) до полуночи;<br /><b class="num">22)</b> считать, признавать: συμφορὴν ποιεῖσθαί τι Her. считать что-л. несчастьем; δεινὰ π. и ποιεῖσθαι τι Thuc. негодовать на что-л.; [[εὕρημα]] ἐποιησάμην Xen. я счел (счастливой) находкой; [[μέγα]] ([[μεγάλα]]) ποιεῖσθαί τι Her. высоко ценить (считать важным) что-л.; [[πολλοῦ]] ποιεῖσθαι τι Plat. придавать большое значение чему-л.; (οὐδὲν) περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων Lys. ничего не ставить выше законов; ἐν ἐλαφρῷ и παρ᾽ [[ὀλίγον]] ποιεῖσθαι Her., Xen.; считать маловажным; δι᾽ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. не придавать никакого значения чему-л.; ἐν νόμῳ ποιεῖσθαί τι Her. иметь что-л. в обычае; ἐν άδείῃ π. Her. считать безопасным.
}}
}}