Anonymous

πολέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολέω:''' ([[πέλω]]), όπως το [[πολεύω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], <i>νῆσον Αἴαντος πολεῖ</i>, σε Αισχύλ.· τί σὺ [[τῇδε]] πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., [[οργώνω]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πολέω:''' ([[πέλω]]), όπως το [[πολεύω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], <i>νῆσον Αἴαντος πολεῖ</i>, σε Αισχύλ.· τί σὺ [[τῇδε]] πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., [[οργώνω]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολέω:''' Hes., Trag., med. Lys. = [[πολεύω]].
}}
}}