Anonymous

πολλαπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολλαπλάσιος:''' [πλᾰ], -α, -ον, Ιων. -[[πλήσιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[πολύς]])·<br /><b class="num">1.</b> ο τόσες φορές [[πολύς]], πολλές φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος..., στον ίδ., σε Πλάτ.· ομοίως με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ξεν.
|lsmtext='''πολλαπλάσιος:''' [πλᾰ], -α, -ον, Ιων. -[[πλήσιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[πολύς]])·<br /><b class="num">1.</b> ο τόσες φορές [[πολύς]], πολλές φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος..., στον ίδ., σε Πλάτ.· ομοίως με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πολλαπλάσιος:''' ион. [[πολλαπλήσιος]] 3 многократный, во много или несколько раз больший: πολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. вернуть сторицей; πολλαπλάσιον πρὸς [[πολλοστημόριον]] Arst. отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т. е. произведения к своему сомножителю); ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. (численно) в несколько раз превосходящие противников; ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. в многократном отношении, т. е. в геометрической прогрессии.
}}
}}