Anonymous

πολεμόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πόλεμος]])· [[καθιστώ]] εχθρό, [[αποκτώ]] εχθρό, <i>τινά</i> — Μέσ., [[πῶς]] οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς [[σου]], σε Θουκ. — Παθ., είμαι [[εχθρός]], [[γίνομαι]] [[εχθρός]], στον ίδ.
|lsmtext='''πολεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πόλεμος]])· [[καθιστώ]] εχθρό, [[αποκτώ]] εχθρό, <i>τινά</i> — Μέσ., [[πῶς]] οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς [[σου]], σε Θουκ. — Παθ., είμαι [[εχθρός]], [[γίνομαι]] [[εχθρός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμόω:''' делать врагом (med. τινας Thuc.); pass. становиться врагом (τινος Thuc.): [[χωρίον]], ὃ [[μετὰ]] μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. область, дружественные или враждебные отношения с которой имеют чрезвычайно большое значение.
}}
}}