Anonymous

πόκος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πόκος:''' ὁ (дор. acc. pl. πόκως)<br /><b class="num">1)</b> состриженная шерсть, руно (προβάτων π. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> клок шерсти (οἰὸς π. Soph.).
}}
}}