Anonymous

πολύαγρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύαγρος:''' ловящий много дичи: τινὰ πολυαγρότερον [[θεῖναι]] Anth. ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте.
}}
}}