Anonymous

πέτρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέτρος:''' ὁ, ο [[πέτρινος]] [[λίθος]] που διακρίνεται από την [[πέτρα]](βλ. αυτ.)· στον Όμηρ. χρησιμ. από πολεμιστές, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαλὼν μυλοειδέεϊ πέτρῳ</i>, στο ίδ.· επίρρ., <i>πάντα κινῆσαι πέτρον</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πέτρος:''' ὁ, ο [[πέτρινος]] [[λίθος]] που διακρίνεται από την [[πέτρα]](βλ. αυτ.)· στον Όμηρ. χρησιμ. από πολεμιστές, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαλὼν μυλοειδέεϊ πέτρῳ</i>, στο ίδ.· επίρρ., <i>πάντα κινῆσαι πέτρον</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πέτρος:''' ὁ, Anth. тж. ἡ<br /><b class="num">1)</b> камень ([[μάρμαρος]] Hom.): πέτροισι λευσθῆναι Soph. быть побитым камнями; πάντα κινῆσαι πέτρον погов. Eur. привести все камни в движение, т. е. употребить все средства; πέτρου [[φύσις]] Soph. каменная порода, т. е. камень;<br /><b class="num">2)</b> скала: ἐν κατηρεφει πέτρῳ Soph. в скалистой пещере.
}}
}}