3,270,341
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόθριξ:''' τρῐχος adj.<br /><b class="num">1)</b> с пестрой шерстью ([[νεβρός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.). | |||
}} | }} |