Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποινοποιός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(33)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποινοποιός:''' несущий возмездие, воздающий за преступления: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.
}}
}}