Anonymous

πιθηκοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῐθηκοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
|lsmtext='''πῐθηκοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῐθηκοφόρος:''' досл. несущий обезьяну, перен. с признаками обезьяны Luc.
}}
}}