Anonymous

πλόκιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(33)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
}}
{{elru
|elrutext='''πλόκιος:''' хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. [[κλόπιος]]).
}}
}}