Anonymous

πολυπαθής: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπᾰθής:''' Επικ. πουλυ-, -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που υπόκειται σε [[πολλά]] [[πάθη]], αναστατωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠπᾰθής:''' Επικ. πουλυ-, -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που υπόκειται σε [[πολλά]] [[πάθη]], αναστατωμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπᾰθής:''' ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями ([[ψυχή]] Plut.; τύραννοι Anth.).
}}
}}