Anonymous

ποταπός: Difference between revisions

From LSJ
4
(33)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[τιποτένιος]], [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αξία]], [[ευτελής]] (α. «[[ποταπός]] [[άνθρωπος]]» β. «ποταπή [[ενέργεια]]» γ. «σκληρά, [[δειλά]] αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ποδαπός]] «από ποιον [[τόπο]]», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, [[πόσος]]» και εύκολα έλαβε στη [[συνέχεια]] μειωτική σημ. για αναξιόλογη [[ποιότητα]] ή [[ποσότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[τιποτένιος]], [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αξία]], [[ευτελής]] (α. «[[ποταπός]] [[άνθρωπος]]» β. «ποταπή [[ενέργεια]]» γ. «σκληρά, [[δειλά]] αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ποδαπός]] «από ποιον [[τόπο]]», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, [[πόσος]]» και εύκολα έλαβε στη [[συνέχεια]] μειωτική σημ. για αναξιόλογη [[ποιότητα]] ή [[ποσότητα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰπός:''' Sext., NT = [[ποδαπός]].
}}
}}