3,271,364
edits
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πριονωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το [[πριόνι]], [[οδοντωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πριονωτή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[μορφή]] ηλεκτρικής τάσης, [[δηλαδή]] διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται [[κατά]] τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, [[τάση]] της οποίας η γραφική [[παράσταση]] έχει τη [[μορφή]] [[λάμας]] πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη [[σάρωση]] της εικόνας στην [[τηλεόραση]], στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πριονωτὴ [[τειχοποιΐα]]» — [[είδος]] πολεμικής μηχανής<br />β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πριονωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το [[πριόνι]], [[οδοντωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πριονωτή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[μορφή]] ηλεκτρικής τάσης, [[δηλαδή]] διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται [[κατά]] τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, [[τάση]] της οποίας η γραφική [[παράσταση]] έχει τη [[μορφή]] [[λάμας]] πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη [[σάρωση]] της εικόνας στην [[τηλεόραση]], στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πριονωτὴ [[τειχοποιΐα]]» — [[είδος]] πολεμικής μηχανής<br />β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρῑονωτός:''' с зазубренными краями (τὸ τοῦ κρανίου [[μέρος]] Arst.). | |||
}} | }} |