Anonymous

προευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ευλαβήθην</i>· αποθ., [[προσέχω]], [[γίνομαι]] [[προσεκτικός]] από [[πριν]], σε Δημ.
|lsmtext='''προευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ευλαβήθην</i>· αποθ., [[προσέχω]], [[γίνομαι]] [[προσεκτικός]] από [[πριν]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προευλᾰβέομαι:''' (part. aor. προευλαβηθείς) заранее остерегаться, принимать меры предосторожности Dem.
}}
}}