3,276,932
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόβλημα:''' -ατος, τό ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε προεξέχει, [[κάβος]], [[ακρωτήριο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[εμπόδιο]], [[φράχτης]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρόβλημα]] σώματος, λέγεται για [[ασπίδα]], σε Αισχύλ.· <i>προβλήματα ἵππων χαλκᾶ</i>, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προστασία]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>πέτρων</i>, σε Αισχύλ.· <i>χείματος</i>, σε Ευρ.· <i>κακῶν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόβλημα]] φόβου ἢ αἰδοῦς ἔχειν, έχω το φόβο ή την [[αιδώ]] ως αμυντική [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε προβάλλεται, τίθεται [[μπροστά]] ως [[πρόφαση]] ή [[πρόσχημα]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρόβλημα]] [[λαβεῖν]] τινα, ([[καθώς]] λέμε) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως «Δούρειο Ίππο» μου, δηλ. ως [[μέρος]] για να κρυφτώ, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> αυτό που προβάλλεται, [[έργο]], [[επιχείρηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόβλημα]] στη Γεωμετρία, σε Πλάτ. | |lsmtext='''πρόβλημα:''' -ατος, τό ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε προεξέχει, [[κάβος]], [[ακρωτήριο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[εμπόδιο]], [[φράχτης]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρόβλημα]] σώματος, λέγεται για [[ασπίδα]], σε Αισχύλ.· <i>προβλήματα ἵππων χαλκᾶ</i>, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προστασία]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>πέτρων</i>, σε Αισχύλ.· <i>χείματος</i>, σε Ευρ.· <i>κακῶν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόβλημα]] φόβου ἢ αἰδοῦς ἔχειν, έχω το φόβο ή την [[αιδώ]] ως αμυντική [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε προβάλλεται, τίθεται [[μπροστά]] ως [[πρόφαση]] ή [[πρόσχημα]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρόβλημα]] [[λαβεῖν]] τινα, ([[καθώς]] λέμε) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως «Δούρειο Ίππο» μου, δηλ. ως [[μέρος]] για να κρυφτώ, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> αυτό που προβάλλεται, [[έργο]], [[επιχείρηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόβλημα]] στη Γεωμετρία, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόβλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> выступ, мыс (πόντου π. ἁλίκλυστον Soph.);<br /><b class="num">2)</b> защита, преграда, оплот, прикрытие (προβλήματα ἀντ᾽ ἀσπίδων ποιεῖσθαί τινος Her.; π. ποιεῖσθαι или [[λαβεῖν]] τὸν ποταμόν Polyb.): προβλήματα ἵππων Xen. конские брони; [[νεῶν]] προβλήματα Eur. образованная кораблями стена; [[λαβεῖν]] τινα π. [[ἑαυτοῦ]] Soph. прикрываться кем-л.; πέτρων προβλήματα Aesch. защита от камней, т. е. щит; κρύους π. Plut. защита от холода;<br /><b class="num">3)</b> предприятие, начинание, дело: δεινοῦ ἄρχεσθαι προβλήματος Eur. приниматься за страшное дело;<br /><b class="num">4)</b> задача, вопрос, проблема (προβλήματα [[γεωμετρικά]] Eur.; π. ἐπισκοπεῖσθαι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> трудность (π. [[παμμέγεθες]] Polyb.). | |||
}} | }} |