Anonymous

προνομή: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προνομή:''' ἡ ([[προνέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λεηλασία]], [[εκστρατεία]] για [[αρπαγή]], [[εισβολή]] για [[αρπαγή]] τροφίμων, σε Ξεν.· στον πληθ., οι ομάδες λεηλασίας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> η [[προβοσκίδα]] ελέφαντα, σε Πολύβ.<br /><b class="num">III.</b> = το επόμ., σε Λουκ.
|lsmtext='''προνομή:''' ἡ ([[προνέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λεηλασία]], [[εκστρατεία]] για [[αρπαγή]], [[εισβολή]] για [[αρπαγή]] τροφίμων, σε Ξεν.· στον πληθ., οι ομάδες λεηλασίας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> η [[προβοσκίδα]] ελέφαντα, σε Πολύβ.<br /><b class="num">III.</b> = το επόμ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προνομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> сбор кормов, фуражировка: προνομὴν и προνομὰς ποιεῖσθαι Xen. заготовлять фураж; πεδία προνομὰς ἔχοντα Plut. поля, пригодные для сбора фуража;<br /><b class="num">2)</b> набег с целью сбора фуража: σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ [[ἐπιτήδεια]] Xen. собирать провиант путем набегов (на чужие поля);<br /><b class="num">3)</b> хобот (sc. τοῦ ἐλέφαντος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> Luc. = [[προνομία]].
}}
}}