Anonymous

προπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διδάσκω]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''προπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διδάσκω]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προπαιδεύω:''' предварительно обучать, подготовлять (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): (ἡ [[προπαιδεία]]), ἣν τῆς διαλεκτικῆς [[δεῖ]] προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.
}}
}}