Anonymous

προλάζυμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προλάζῠμαι:''' (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).
}}
}}