Anonymous

προεκπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκπηδάω''': ἐκπηδῶ πρότερον τῆς τάξεως Διόδ. 12. 64, πρβλ. Θεμίστ. 232D· ― ῥημ. ἐπίθ., -πηδητέον, Κλήμ. Ἀλ. 201.
|lstext='''προεκπηδάω''': ἐκπηδῶ πρότερον τῆς τάξεως Διόδ. 12. 64, πρβλ. Θεμίστ. 232D· ― ῥημ. ἐπίθ., -πηδητέον, Κλήμ. Ἀλ. 201.
}}
{{elru
|elrutext='''προεκπηδάω:''' выскакивать, устремляться вперед (τῆς τάξεως Diod.).
}}
}}