Anonymous

προνοητικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
|lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προνοητικός:''' <b class="num">1)</b> предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ [[ἀνόητος]] Xen.; [[δύναμις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).
}}
}}