3,274,913
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προνοητικός:''' <b class="num">1)</b> предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ [[ἀνόητος]] Xen.; [[δύναμις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.). | |||
}} | }} |