3,274,919
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ. | |lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκάλυμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> завеса, покрывало (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;<br /><b class="num">2)</b> перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.). | |||
}} | }} |