Anonymous

προθυμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθῡμέομαι:''' ([[πρόθυμος]]), παρατ. <i>προεθυμεόμην</i>, συνηρ. <i>προὐθυμούμην</i>, Μέσ. μέλ. <i>-θυμήσομαι</i> και Παθ. <i>-θυμηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προὐθυμήθην]]·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], [[ενθουσιώδης]], έχω ζήλο να κάνω ένα [[πράγμα]], με απαρ. σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[προθυμέομαι]] [[ὅπως]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[δείχνω]] ζήλο, [[δείχνω]] [[προθυμία]], σε Ηρόδ.· είμαι [[εύθυμος]], [[φαιδρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι [[πρόθυμος]] ή [[ενθουσιώδης]] για [[κάτι]], [[εκτιμώ]] θερμά, [[ποθώ]] διακαώς, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''προθῡμέομαι:''' ([[πρόθυμος]]), παρατ. <i>προεθυμεόμην</i>, συνηρ. <i>προὐθυμούμην</i>, Μέσ. μέλ. <i>-θυμήσομαι</i> και Παθ. <i>-θυμηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προὐθυμήθην]]·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], [[ενθουσιώδης]], έχω ζήλο να κάνω ένα [[πράγμα]], με απαρ. σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[προθυμέομαι]] [[ὅπως]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[δείχνω]] ζήλο, [[δείχνω]] [[προθυμία]], σε Ηρόδ.· είμαι [[εύθυμος]], [[φαιδρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι [[πρόθυμος]] ή [[ενθουσιώδης]] για [[κάτι]], [[εκτιμώ]] θερμά, [[ποθώ]] διακαώς, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''προθῡμέομαι:''' (fut. προθυμήσομαι и προθυμηθήσομαι, стяж. aor. [[προὐθυμήθην]]; ион. part. praes. προθυμεύμενος)<br /><b class="num">1)</b> стараться, прилагать усилия, добиваться (παντὶ τρόπῳ [[γενέσθαι]] или εἶναί τι Plat. и ποιεῖν τι Isocr., Xen.): π. καὶ τολμᾶν Aesch. действовать напролом; προθυμεύμενοι οὐ δυνάμεθα … Her. при всех (наших) усилиях мы не смогли …;<br /><b class="num">2)</b> стремиться, желать (τινα и τι Thuc., Xen., Plat. и περί τι Arst.; ποιεῖν или εἶναί τι Soph., Eur., Plat.);<br /><b class="num">3)</b> быть бодрым, не падать духом (ἀθυμοῦντες καὶ προθυμούμενοι Xen.).
}}
}}