Anonymous

προβλής: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
|lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> выдающийся вперед, выступающий ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> торчащий наружу ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (sc. [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth.
}}
}}