Anonymous

προαναιρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
|lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰναιρέω:''' (aor. 2 προανεῖλον)<br /><b class="num">1)</b> заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);<br /><b class="num">2)</b> заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.
}}
}}