Anonymous

προσαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>—ξω</i>, [[εξορμώ]] [[εναντίον]], [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[ναῦς]] σκοπέλοις, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσαράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>—ξω</i>, [[εξορμώ]] [[εναντίον]], [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[ναῦς]] σκοπέλοις, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰράσσω:''' атт. προσᾰράττω ударять, швырять (τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ Luc.; τὰς [[ναῦς]] σκοπέλοις Plut.): π. τὰς θύρας (τινί) и π. τὴν θύραν εἰς τὸ [[μέτωπον]] Luc. захлопнуть дверь перед чьим-л. носом.
}}
}}