Anonymous

προγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προγίγνομαι:''' Ιων. και [[έπειτα]] -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-προὐγενόμην</i>, παρακ. <i>προγέγονα</i> και -[[γεγένημαι]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]], [[τάχα]] προγένοντο, εμφανίστηκαν [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω γεννηθεί πιο [[πριν]], [[υπάρχω]] από [[προηγουμένως]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ προγεγονότες θεοί</i>, στον ίδ.· <i>οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι</i>, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και <i>οἱ προγεγενημένοι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, <i>ταῦτά μοι προὐγεγόνει</i>, σε Πλάτ.· <i>τὰ προγεγενημένα</i>, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· <i>προγεγενημένοι πόλεμοι</i>, <i>καιροί</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προγίγνομαι:''' Ιων. και [[έπειτα]] -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-προὐγενόμην</i>, παρακ. <i>προγέγονα</i> και -[[γεγένημαι]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]], [[τάχα]] προγένοντο, εμφανίστηκαν [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω γεννηθεί πιο [[πριν]], [[υπάρχω]] από [[προηγουμένως]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ προγεγονότες θεοί</i>, στον ίδ.· <i>οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι</i>, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και <i>οἱ προγεγενημένοι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, <i>ταῦτά μοι προὐγεγόνει</i>, σε Πλάτ.· <i>τὰ προγεγενημένα</i>, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· <i>προγεγενημένοι πόλεμοι</i>, <i>καιροί</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προγίγνομαι:''' ион. προγίνομαι (γῑ) (fut. προγενήσομαι, aor. 2 προεγενόμην, pf. προγέγονα; pf. pass. προγεγένημαι)<br /><b class="num">1)</b> являться раньше, случаться прежде, предшествовать ([[πρό]] τινος Plat.; οἱ προγεγονότες [[ἡμῖν]] [[ἔμπροσθεν]] λόγοι Plat.): τὰ προγεγενημένα Thuc. события прошлого, прошлое;<br /><b class="num">2)</b> рождаться раньше: οἱ προγεγονότες Her., Xen., οἱ προγεγενημένοι Xen. и οἱ προγενόμενοι Polyb. предшественники или предки;<br /><b class="num">3)</b> выходить вперед, являться, показываться (οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο Hom.).
}}
}}