Anonymous

προσδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδιαλέγομαι:''' αποθ., [[απαντώ]] σε [[συζήτηση]] ή [[λογομαχία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσδιαλέγομαι:''' αποθ., [[απαντώ]] σε [[συζήτηση]] ή [[λογομαχία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδιαλέγομαι:''' <b class="num">1)</b> участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;<br /><b class="num">2)</b> заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).
}}
}}