Anonymous

πρόσθημα: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosthima
|Transliteration C=prosthima
|Beta Code=pro/sqhma
|Beta Code=pro/sqhma
|Definition=ατος, τό,= foreg. <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>193</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[πρόσθεμα]] <span class="bibl">111</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[προσθήκη]] ([[addition]], [[appendage]], [[supplement]]) I.1, E. ''El.'' 193 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.10.13. = [[πρόσθεμα]] III, Hp. ''Nat. Mul.'' 32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu'on applique;<br /><b>2</b> ce qu'on approche;<br /><b>3</b> ce qu'on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] [[aanhangsel]], [[toevoeging]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|elrutext='''πρόσθημα:''' ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ [[φόρημα]], ἀλλὰ π. Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῑα».
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῖα».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσθημα:''' -ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''πρόσθημα:''' -ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσθημα:''' ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ [[φόρημα]], ἀλλὰ π. Xen.).
|lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόσθημα]], ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, Eur., Xen.]
}}
}}