Anonymous

προσηνής: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσηνής:''' Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, <i>-ές</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μαλακός]], [[πράος]], [[ήρεμος]], σε Πίνδ.· <i>προσηνές τι λέγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>λύχνῳ προσηνές</i>, δηλ. [[κατάλληλος]] για [[καύση]], σε Ηρόδ. (σχετικά με [[προέλευση]] βλ. [[ἀπηνής]]).<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''προσηνής:''' Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, <i>-ές</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μαλακός]], [[πράος]], [[ήρεμος]], σε Πίνδ.· <i>προσηνές τι λέγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>λύχνῳ προσηνές</i>, δηλ. [[κατάλληλος]] για [[καύση]], σε Ηρόδ. (σχετικά με [[προέλευση]] βλ. [[ἀπηνής]]).<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσηνής:''' дор. [[προσανής|προσᾱνής]] и [[ποτανής|ποτᾱνής]]<br /><b class="num">1)</b> приветливый, радушный ([[ξενία]] Pind.; [[εὔνους]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приятный, нежный, милый (βρωτὰ καὶ [[ποτά]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> освежающий, благотворный ([[φάρμακον]] Pind.);<br /><b class="num">4)</b> удобный, пригодный: λύχνῳ π. Her. пригодный для освещения.
}}
}}