Anonymous

προλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προλοχίζω:''' <b class="num">1)</b> заранее занимать засадами (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о засаде) заранее устраивать (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).
}}
}}