Anonymous

προβαδίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[βαδίζω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[προβάδισμα]], [[δηλαδή]] [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] από τους άλλους σε επίσημες τελετές.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[βαδίζω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[προβάδισμα]], [[δηλαδή]] [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] από τους άλλους σε επίσημες τελετές.
}}
{{elru
|elrutext='''προβᾰδίζω:''' двигаться впереди (τινός Plut.).
}}
}}