3,252,772
edits
(6) |
(4) |
||
Line 25: | Line 25: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρός:''' πρόθ. με γεν., δηλώνει [[κίνηση]] από [[τόπο]]· με δοτ., [[στάση]] σε [[τόπο]]· με αιτ., [[κίνηση]] προς [[τόπο]]· Επικ. επίσης [[προτί]], [[ποτί]], Δωρ. [[ποτί]].<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δήλωση]] θέσης αντικειμένων, <i>νήσοισι πρὸς Ἤλιδος</i>, τα νησιά που κοιτάζουν προς το [[μέρος]] της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται [[μᾶλλον]] ἢ τοῦ Στρυμόνος, βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο [[παρά]] στον Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· <i>ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[σημείο]] του ορίζοντα, [[δύω]] θύραι εἰσίν, <i>αἱ μὲν πρὸς βορέαο</i>, <i>αἱ δ' αὖ πρὸς νότου</i>, η [[μία]] κοιτάζει προς το βορρά, η [[άλλη]] προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μπροστά]], προς το [[μέρος]], [[μπροστά]] στα μάτια σε, [[πρός]] τε [[θεῶν]] μακάρων [[πρός]] τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον [[οὔτε]] πρὸς [[θεῶν]] [[οὔτε]] πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[ικεσία]], [[διαμαρτυρία]], [[διακήρυξη]], όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. [[per]], γουνάζομαί σε [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπιορκεῖν πρὸς δαίμονος</i>, ορκίζομαι [[ψευδώς]] στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸςθεῶν</i>, σε Αττ.· οι Αττ. μερικές φορές εισάγουν την αντων. <i>σε</i> [[ανάμεσα]] στην πρόθ. και την [[πτώση]], όπως το Λατ. [[per]] te omnes deos [[oro]], [[πρός]] νύν σε πατρὸς [[πρός]] τε μητρὸς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· μὴ [[πρός]] σε [[γούνων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[προέλευση]] ή [[καταγωγή]] από, από μέρους του, <i>τὰ πρὸς πατρός</i>, από την [[μεριά]] του [[πατέρα]], σε Ηρόδ.· <i>Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς μητρός</i>, σε Δημ.· <i>πρὸς αἵματος</i>, συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα που προέρχονται από μια [[αιτία]], από, από τη [[μεριά]], <i>τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τυγχάνειν τινὸς πρὸς [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά ρήματα, <i>προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι</i>, διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη [[βοήθεια]] από, πρὸς ἀλλήλοιν [[θανεῖν]], σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, <i>πρὸς τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν</i>, από ή για ποια [[αιτία]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[εξάρτηση]] ή [[στενή]] [[σχέση]], και ομοίως·<br /><b class="num">1.</b> εξαρτώμενος από κάποιον, υπό την [[προστασία]] κάποιου, πρὸς [[Διός]] εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς ἄλλης ἵστὸν ὑφαίνειν</i>, [[υφαίνω]] για [[άλλη]] [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> για κάποιον, για [[χάρη]] κάποιου, <i>πρὸς σοῦ</i>, σε Σοφ.· πρὸς [[τῶν]] [[ἐχόντων]] τὸν νόμον τίθης, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[παρά]], με, μέσω, μνήμην [[πρός]] τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος [[ἀνδρός]], δεν είναι αρμόζον σε [[κάθε]] άνδρα, στον ίδ.· <i>ἦκάρτα πρὸς γυναικός ἐστιν</i>, είναι [[πολύ]] όμοιο με [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.· <i>οὐπρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για [[ποιότητα]], <i>πρὸς δίκης</i>, σύμφωνα προς το [[δίκαιο]], στον ίδ.· <i>οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης</i>, σε Θουκ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλησίον]], κοντά σε, πάνω, μέσα, [[ποτὶ]] γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· [[ποτὶ]] δρυσίν, [[ανάμεσα]] στις βελανιδιές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν [[ποτὶ]] ναU κρημάντων, στο ίδ.· <i>πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ</i>, σε Σοφ.· <i>πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν</i>, σε Θουκ.· <i>αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις</i>, σε Ξεν.· τὰ πρὸς [[ποσί]], αυτά που βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ενώπιον, με την [[παρουσία]] κάποιου, <i>πρὸς τοῖς θεσμοθέταις λέγειν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]] και ακολουθ. από [[στάση]] σε [[τόπο]] ή δηλώνουν το [[πλησίον]], [[επάνω]], [[εναντίον]], [[ποτὶ]] δὲ [[σκῆπτρον]] [[βάλε]] γαίῃ, σε Όμηρ.· <i>βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με τη [[σημασία]] της στενής προσκόλλησης, <i>πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι</i>, στο ίδ.· <i>προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να δηλώσει εγγύτατη [[ενασχόληση]], σε, [[επάνω]], πρὸς [[αὐτῷ]] γ' εἰμι τῷ δεινῷ λέγειν, σε Σοφ.· [[εἶναι]] ή [[γίγνεσθαι]] [[πρός]] τινι, [[ασχολούμαι]] με ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· ὅλον [[εἶναι]] [[πρός]] τινι, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[προσθήκη]], [[επιπλέον]], <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i>, σε Αισχύλ.· [[δέκα]] μῆνας πρὸς ἄλλοις [[πέντε]], σε Σοφ.· <i>πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ</i>, κοντά στο [[επάγγελμα]] του σκυτοτόμου, σε Πλάτ.· <i>πρὸςτούτοις</i>, πέρα απ' αυτά, Λατ. [[praeterea]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>πρὸς τοῖς ἄλλοις</i>, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], προς, σε, Λατ. [[versus]], [[ἰέναι]] πρὸς Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιον</i>, [[ποτὶ]] ζόφον, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήματα που υπονοούν προηγούμενη [[κίνηση]], [[επάνω]], [[εναντίον]], [[ἑστάναι]] πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· [[ποτὶ]] τοῖχον ἀρηρότες, [[ποτὶ]] βωμὸν ἵζεσθαι, στο ίδ.· [[ἑστάναι]] πρὸς σφαγάς, [[στέκομαι]] [[έτοιμος]] για [[σφαγή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.· προς, <i>ἰδεῖνπρός τινα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[στῆναι]] [[ποτὶ]] πνοίην, [[στέκομαι]] έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω, [[αντιστέκομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλαίειν πρὸς οὐρανόν</i>, έκλαιγε βλέποντας τον ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα [[σημεία]] του ορίζοντα, <i>πρὸς ζόφον κεῖσθαι</i>, βρίσκομαι προς τη [[δύση]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε</i>, στο ίδ.· <i>πρὸς ἑσπέραν</i>, <i>ἄρκτον</i>, προς τη [[δύση]] κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται με εχθρική [[σημασία]], [[εναντίον]], <i>πρὸς Τρῶας μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸς θεὸν ἐρίζειν</i>, σε Πίνδ.· χωρεῖν [[πρός]] τινα, σε Σοφ.· χρησιμ. σε ομιλίες, λογικά επιχειρήματα, [[πρός]] τινα, ως [[απάντηση]] προς, Λατ. [[adversus]], λιγότερο ισχυρό από το κατά τινος, [[εναντίον]], Λατ. in, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[χωρίς]] εχθρική [[σημασία]], <i>ἀγορεύειν</i>, [[εἰπεῖν]] [[πρός]] τινα, [[λέγω]], απευθύνομαι σε αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀμείβεσθαι πρόςτινα</i>, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον που συνδιαλέγεται, [[εἶπε]] πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, [[προτὶ]] ὃν μυθήσατο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[κάθε]] είδους [[σχέση]], [[ὀμόσαι]] [[πρός]] τινα, ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σπονδάς</i>, συνθήκας ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· ἡ [[πρός]] τινα [[ξυμμαχία]], στο ίδ.· ἡ [[πρός]] τινα [[φιλία]], [[πίστις]], σε Ξεν. κ.λπ.· [[αλλά]] επίσης, [[πρός]] τινα [[ἔχθρα]], [[ἀπιστία]], [[μῖσος]], [[πόλεμος]], σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[συναλλαγή]], <i>πρὸς Τυδεΐδην τεύχε'</i>, αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποθέσεις που έφταναν [[μπροστά]] στους άρχοντες, <i>λαγχάνειν πρὸς τὸν ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας</i>, [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">7.</b> [[εἶναι]] [[πρός]] τι, είμαι απασχολημένος με..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[περίπου]] ή κοντά, κατά ή [[περίπου]] κατά, [[ποτὶ]] ἕσπερα, κατά την [[εσπέρα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπεὶ]] πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· <i>πρὸς ἠῶ</i>, σε Θεόκρ.· πρὸς [[γῆρας]], προς, κατά τα [[γεράματα]] ή στα [[γεράματα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για να δηλώσει [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] αντικείμενα·<br /><b class="num">1.</b> σε [[σχέση]] με, αναφορικά με, <i>τὰπρὸς τὸν πόλεμον</i>, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς τὸν [[βασιλέα]], οι σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· <i>τὰπρὸς τοὺς θεούς</i>, τα καθήκοντά μας προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς [[ἐμέ]], δεν έχει να κάνει με εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν [[αὐτῷ]] πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, αυτός δεν έχει να κάνει [[τίποτα]] με αυτή, στον ίδ.· [[συχνά]] με επίρρ., [[ἀσφαλῶς]] ἔχεινπρός τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σε [[σχέση]] με, ως [[συνέπεια]], πρὸς [[τοῦτο]] τὸ [[κήρυγμα]], σε Ηρόδ.· [[ἀθύμως]] ἔχειν [[πρός]] τι, σε Ξεν.· [[συχνά]] με ουδ. αντων., <i>πρὸς τί;</i> για ποιο σκοπό; για ποιο [[τέλος]]; σε Σοφ.· <i>πρὸςοὐδέν</i>, για το [[τίποτα]], [[μάταια]], στον ίδ.· πρὸς [[ταῦτα]], για αυτά, με το να έχουν αυτά έτσι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> για κάποιο σκοπό, <i>ὡς πρὸς τί χρείας;</i>, σε Σοφ.· [[ἕτοιμος]] [[πρός]] τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] ή [[συνάφεια]], σε [[σύγκριση]] με, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι [[εἶναι]] πρὸς τὸν [[πατέρα]], σε Ηρόδ.· δηλώνει [[υπεροχή]], <i>πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους</i>, Λατ. [[prae]] aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς [[τὰς]] μεγίστας καὶ ἐλαχίστας [[ναῦς]] τὸ [[μέσον]] σκοπεῖν, ο [[μέσος]] όρος [[ανάμεσα]] στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> σε [[σχέση]] με, σύμφωνα με, <i>πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>πρὸς τὴν δύναμιν</i>, σύμφωνα με τη [[δύναμη]] κάποιου, σε Δημ.· πρὸς [[τὰς]] τύχας, σύμφωνα με την [[τύχη]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">6.</b> σε [[συμφωνία]] με τα μουσικά όργανα, <i>πρὸς κάλαμον</i>, σε Πίνδ.· <i>πρὸς αὐλόν</i> ή <i>τὸν αὐλόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> [[συχνά]] τίθεται περιφραστικά αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = [[βιαίως]], με [[βία]], [[βιαίως]], σε Αισχύλ.· <i>πρὸς τὸ καρτερόν</i>, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος [[κράτος]], σε Σοφ.· <i>πρὸς ἡδονὴν λέγειν</i>, <i>δημηγορεῖν</i>, έτσι ώστε να προκαλέσει [[ηδονή]], σε Θουκ.· <i>πρὸς τὸ τερπνόν</i>, υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει [[ηδονή]], στον ίδ.· πρὸς [[χάριν]], έτσι ώστε να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν. πράγμ., πρὸς [[χάριν]] τινός, όπως το [[χάριν]] μόνο του, Λατ. [[gratia]], για το καλό του, πρὸς [[χάριν]] βορᾶς, σε Σοφ.· πρὸς ἰσχύος [[χάριν]], με τη δύναμή της, σε Ευρ.· επίσης, <i>πρὸς ὀργήν</i>, με [[οργή]], οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές</i>, με πολλή [[επιμονή]], στον ίδ.· <i>πρὸς καιρόν</i>, εποχιακά, στον ίδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II., εντούτοις, πέρα και [[επιπλέον]], <i>πρὸς δέ</i> ή [[ποτὶ]] δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς δὲ [[καί]], πρὸς δὲ [[ἔτι]], καὶ [[πρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ [[πρός]] γε, σε Ευρ.· καὶ δὴ [[πρός]], σε Ηρόδ. <b>Ε.</b> ΣΕ ΣΥΝΘ.:<br /><b class="num">I.</b> [[κίνηση]] προς, [[προσάγω]], [[προσέρχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> [[προσθήκη]], το [[επιπλέον]], [[προσκτάομαι]], [[προστίθημι]].<br /><b class="num">III.</b> [[σύνδεση]] και [[εγγύτητα]] με ένα [[πράγμα]], όπως [[πρόσειμι]], [[προσγίγνομαι]]. | |lsmtext='''πρός:''' πρόθ. με γεν., δηλώνει [[κίνηση]] από [[τόπο]]· με δοτ., [[στάση]] σε [[τόπο]]· με αιτ., [[κίνηση]] προς [[τόπο]]· Επικ. επίσης [[προτί]], [[ποτί]], Δωρ. [[ποτί]].<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δήλωση]] θέσης αντικειμένων, <i>νήσοισι πρὸς Ἤλιδος</i>, τα νησιά που κοιτάζουν προς το [[μέρος]] της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται [[μᾶλλον]] ἢ τοῦ Στρυμόνος, βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο [[παρά]] στον Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· <i>ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[σημείο]] του ορίζοντα, [[δύω]] θύραι εἰσίν, <i>αἱ μὲν πρὸς βορέαο</i>, <i>αἱ δ' αὖ πρὸς νότου</i>, η [[μία]] κοιτάζει προς το βορρά, η [[άλλη]] προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μπροστά]], προς το [[μέρος]], [[μπροστά]] στα μάτια σε, [[πρός]] τε [[θεῶν]] μακάρων [[πρός]] τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον [[οὔτε]] πρὸς [[θεῶν]] [[οὔτε]] πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[ικεσία]], [[διαμαρτυρία]], [[διακήρυξη]], όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. [[per]], γουνάζομαί σε [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπιορκεῖν πρὸς δαίμονος</i>, ορκίζομαι [[ψευδώς]] στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸςθεῶν</i>, σε Αττ.· οι Αττ. μερικές φορές εισάγουν την αντων. <i>σε</i> [[ανάμεσα]] στην πρόθ. και την [[πτώση]], όπως το Λατ. [[per]] te omnes deos [[oro]], [[πρός]] νύν σε πατρὸς [[πρός]] τε μητρὸς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· μὴ [[πρός]] σε [[γούνων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[προέλευση]] ή [[καταγωγή]] από, από μέρους του, <i>τὰ πρὸς πατρός</i>, από την [[μεριά]] του [[πατέρα]], σε Ηρόδ.· <i>Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς μητρός</i>, σε Δημ.· <i>πρὸς αἵματος</i>, συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα που προέρχονται από μια [[αιτία]], από, από τη [[μεριά]], <i>τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τυγχάνειν τινὸς πρὸς [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά ρήματα, <i>προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι</i>, διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη [[βοήθεια]] από, πρὸς ἀλλήλοιν [[θανεῖν]], σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, <i>πρὸς τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν</i>, από ή για ποια [[αιτία]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[εξάρτηση]] ή [[στενή]] [[σχέση]], και ομοίως·<br /><b class="num">1.</b> εξαρτώμενος από κάποιον, υπό την [[προστασία]] κάποιου, πρὸς [[Διός]] εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς ἄλλης ἵστὸν ὑφαίνειν</i>, [[υφαίνω]] για [[άλλη]] [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> για κάποιον, για [[χάρη]] κάποιου, <i>πρὸς σοῦ</i>, σε Σοφ.· πρὸς [[τῶν]] [[ἐχόντων]] τὸν νόμον τίθης, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[παρά]], με, μέσω, μνήμην [[πρός]] τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος [[ἀνδρός]], δεν είναι αρμόζον σε [[κάθε]] άνδρα, στον ίδ.· <i>ἦκάρτα πρὸς γυναικός ἐστιν</i>, είναι [[πολύ]] όμοιο με [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.· <i>οὐπρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για [[ποιότητα]], <i>πρὸς δίκης</i>, σύμφωνα προς το [[δίκαιο]], στον ίδ.· <i>οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης</i>, σε Θουκ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλησίον]], κοντά σε, πάνω, μέσα, [[ποτὶ]] γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· [[ποτὶ]] δρυσίν, [[ανάμεσα]] στις βελανιδιές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν [[ποτὶ]] ναU κρημάντων, στο ίδ.· <i>πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ</i>, σε Σοφ.· <i>πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν</i>, σε Θουκ.· <i>αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις</i>, σε Ξεν.· τὰ πρὸς [[ποσί]], αυτά που βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ενώπιον, με την [[παρουσία]] κάποιου, <i>πρὸς τοῖς θεσμοθέταις λέγειν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]] και ακολουθ. από [[στάση]] σε [[τόπο]] ή δηλώνουν το [[πλησίον]], [[επάνω]], [[εναντίον]], [[ποτὶ]] δὲ [[σκῆπτρον]] [[βάλε]] γαίῃ, σε Όμηρ.· <i>βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με τη [[σημασία]] της στενής προσκόλλησης, <i>πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι</i>, στο ίδ.· <i>προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να δηλώσει εγγύτατη [[ενασχόληση]], σε, [[επάνω]], πρὸς [[αὐτῷ]] γ' εἰμι τῷ δεινῷ λέγειν, σε Σοφ.· [[εἶναι]] ή [[γίγνεσθαι]] [[πρός]] τινι, [[ασχολούμαι]] με ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· ὅλον [[εἶναι]] [[πρός]] τινι, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[προσθήκη]], [[επιπλέον]], <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i>, σε Αισχύλ.· [[δέκα]] μῆνας πρὸς ἄλλοις [[πέντε]], σε Σοφ.· <i>πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ</i>, κοντά στο [[επάγγελμα]] του σκυτοτόμου, σε Πλάτ.· <i>πρὸςτούτοις</i>, πέρα απ' αυτά, Λατ. [[praeterea]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>πρὸς τοῖς ἄλλοις</i>, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], προς, σε, Λατ. [[versus]], [[ἰέναι]] πρὸς Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιον</i>, [[ποτὶ]] ζόφον, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήματα που υπονοούν προηγούμενη [[κίνηση]], [[επάνω]], [[εναντίον]], [[ἑστάναι]] πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· [[ποτὶ]] τοῖχον ἀρηρότες, [[ποτὶ]] βωμὸν ἵζεσθαι, στο ίδ.· [[ἑστάναι]] πρὸς σφαγάς, [[στέκομαι]] [[έτοιμος]] για [[σφαγή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.· προς, <i>ἰδεῖνπρός τινα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[στῆναι]] [[ποτὶ]] πνοίην, [[στέκομαι]] έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω, [[αντιστέκομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλαίειν πρὸς οὐρανόν</i>, έκλαιγε βλέποντας τον ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα [[σημεία]] του ορίζοντα, <i>πρὸς ζόφον κεῖσθαι</i>, βρίσκομαι προς τη [[δύση]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε</i>, στο ίδ.· <i>πρὸς ἑσπέραν</i>, <i>ἄρκτον</i>, προς τη [[δύση]] κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται με εχθρική [[σημασία]], [[εναντίον]], <i>πρὸς Τρῶας μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸς θεὸν ἐρίζειν</i>, σε Πίνδ.· χωρεῖν [[πρός]] τινα, σε Σοφ.· χρησιμ. σε ομιλίες, λογικά επιχειρήματα, [[πρός]] τινα, ως [[απάντηση]] προς, Λατ. [[adversus]], λιγότερο ισχυρό από το κατά τινος, [[εναντίον]], Λατ. in, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[χωρίς]] εχθρική [[σημασία]], <i>ἀγορεύειν</i>, [[εἰπεῖν]] [[πρός]] τινα, [[λέγω]], απευθύνομαι σε αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀμείβεσθαι πρόςτινα</i>, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον που συνδιαλέγεται, [[εἶπε]] πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, [[προτὶ]] ὃν μυθήσατο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[κάθε]] είδους [[σχέση]], [[ὀμόσαι]] [[πρός]] τινα, ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σπονδάς</i>, συνθήκας ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· ἡ [[πρός]] τινα [[ξυμμαχία]], στο ίδ.· ἡ [[πρός]] τινα [[φιλία]], [[πίστις]], σε Ξεν. κ.λπ.· [[αλλά]] επίσης, [[πρός]] τινα [[ἔχθρα]], [[ἀπιστία]], [[μῖσος]], [[πόλεμος]], σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[συναλλαγή]], <i>πρὸς Τυδεΐδην τεύχε'</i>, αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποθέσεις που έφταναν [[μπροστά]] στους άρχοντες, <i>λαγχάνειν πρὸς τὸν ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας</i>, [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">7.</b> [[εἶναι]] [[πρός]] τι, είμαι απασχολημένος με..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[περίπου]] ή κοντά, κατά ή [[περίπου]] κατά, [[ποτὶ]] ἕσπερα, κατά την [[εσπέρα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπεὶ]] πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· <i>πρὸς ἠῶ</i>, σε Θεόκρ.· πρὸς [[γῆρας]], προς, κατά τα [[γεράματα]] ή στα [[γεράματα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για να δηλώσει [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] αντικείμενα·<br /><b class="num">1.</b> σε [[σχέση]] με, αναφορικά με, <i>τὰπρὸς τὸν πόλεμον</i>, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς τὸν [[βασιλέα]], οι σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· <i>τὰπρὸς τοὺς θεούς</i>, τα καθήκοντά μας προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς [[ἐμέ]], δεν έχει να κάνει με εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν [[αὐτῷ]] πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, αυτός δεν έχει να κάνει [[τίποτα]] με αυτή, στον ίδ.· [[συχνά]] με επίρρ., [[ἀσφαλῶς]] ἔχεινπρός τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σε [[σχέση]] με, ως [[συνέπεια]], πρὸς [[τοῦτο]] τὸ [[κήρυγμα]], σε Ηρόδ.· [[ἀθύμως]] ἔχειν [[πρός]] τι, σε Ξεν.· [[συχνά]] με ουδ. αντων., <i>πρὸς τί;</i> για ποιο σκοπό; για ποιο [[τέλος]]; σε Σοφ.· <i>πρὸςοὐδέν</i>, για το [[τίποτα]], [[μάταια]], στον ίδ.· πρὸς [[ταῦτα]], για αυτά, με το να έχουν αυτά έτσι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> για κάποιο σκοπό, <i>ὡς πρὸς τί χρείας;</i>, σε Σοφ.· [[ἕτοιμος]] [[πρός]] τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] ή [[συνάφεια]], σε [[σύγκριση]] με, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι [[εἶναι]] πρὸς τὸν [[πατέρα]], σε Ηρόδ.· δηλώνει [[υπεροχή]], <i>πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους</i>, Λατ. [[prae]] aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς [[τὰς]] μεγίστας καὶ ἐλαχίστας [[ναῦς]] τὸ [[μέσον]] σκοπεῖν, ο [[μέσος]] όρος [[ανάμεσα]] στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> σε [[σχέση]] με, σύμφωνα με, <i>πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>πρὸς τὴν δύναμιν</i>, σύμφωνα με τη [[δύναμη]] κάποιου, σε Δημ.· πρὸς [[τὰς]] τύχας, σύμφωνα με την [[τύχη]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">6.</b> σε [[συμφωνία]] με τα μουσικά όργανα, <i>πρὸς κάλαμον</i>, σε Πίνδ.· <i>πρὸς αὐλόν</i> ή <i>τὸν αὐλόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> [[συχνά]] τίθεται περιφραστικά αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = [[βιαίως]], με [[βία]], [[βιαίως]], σε Αισχύλ.· <i>πρὸς τὸ καρτερόν</i>, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος [[κράτος]], σε Σοφ.· <i>πρὸς ἡδονὴν λέγειν</i>, <i>δημηγορεῖν</i>, έτσι ώστε να προκαλέσει [[ηδονή]], σε Θουκ.· <i>πρὸς τὸ τερπνόν</i>, υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει [[ηδονή]], στον ίδ.· πρὸς [[χάριν]], έτσι ώστε να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν. πράγμ., πρὸς [[χάριν]] τινός, όπως το [[χάριν]] μόνο του, Λατ. [[gratia]], για το καλό του, πρὸς [[χάριν]] βορᾶς, σε Σοφ.· πρὸς ἰσχύος [[χάριν]], με τη δύναμή της, σε Ευρ.· επίσης, <i>πρὸς ὀργήν</i>, με [[οργή]], οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές</i>, με πολλή [[επιμονή]], στον ίδ.· <i>πρὸς καιρόν</i>, εποχιακά, στον ίδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II., εντούτοις, πέρα και [[επιπλέον]], <i>πρὸς δέ</i> ή [[ποτὶ]] δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς δὲ [[καί]], πρὸς δὲ [[ἔτι]], καὶ [[πρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ [[πρός]] γε, σε Ευρ.· καὶ δὴ [[πρός]], σε Ηρόδ. <b>Ε.</b> ΣΕ ΣΥΝΘ.:<br /><b class="num">I.</b> [[κίνηση]] προς, [[προσάγω]], [[προσέρχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> [[προσθήκη]], το [[επιπλέον]], [[προσκτάομαι]], [[προστίθημι]].<br /><b class="num">III.</b> [[σύνδεση]] και [[εγγύτητα]] με ένα [[πράγμα]], όπως [[πρόσειμι]], [[προσγίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρός:''' <b class="num">I</b> эп.-дор. [[προτί]], дор. [[ποτί]] adv. (тж. π. δὲ, π. δὲ καὶ, καὶ π. и др.) а также, к тому же, сверх того (καὶ π. γε παννυχίδα ποιήσουσιν Plat.): [[ἅπερ]] τελεῖται, π. δ᾽ ἃ [[βούλομαι]] [[λέγω]] Aesch. я говорю о том, что свершится и чего я, к тому же, желаю; [[τάδε]] [[λέγω]] δράσω τε π. Eur. вот что я говорю и что также сделаю.<br /><b class="num">II</b> эп.-дор. [[προτί]], дор. [[ποτί]]<br /><b class="num">1)</b> praep. [[cum]] gen.; 1.1) от, из, со стороны (ἵκετο π. ἠοίων ἀνθρώπων Hom.; π. τοῦ ποταμοῦ Xen.): νῆσοι π. Ἥλιδος Hom. соседние с Элидой острова; ἀκούειν τι π. τινος Hom. слышать что-л. от кого-л.; πάσχειν π. τινος Soph. страдать οτ чего-л.; ἔχειν ἔπαινον π. τινος Xen. получать одобрение от кого-л.; πειθὼ κακοῦ π. [[ἀνδρός]] Soph. совет злого человека; [[δόξα]] π. ἀνθρώπων Eur. слава среди людей; [[ἔρημος]] π. τινος Soph. покинутый кем-л.; τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Her. образ действий лакедемонян; π. [[Διός]] εἰσι ξεῖνοι Hom. иноземцы находятся под покровительством Зевса; καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός Dem. как со стороны отца, так и со стороны матери; πρόγονοι π. [[ἀνδρῶν]] Plat. предки по мужской линии; οἱ π. αἵματος Soph. кровные родственники; ὁμολογεῖται π. πάντων [[κράτιστος]] [[γενέσθαι]] Xen. по общему мнению, он - лучший; 1.2) по отношению (δρᾶν οὐδὲν [[ἄδικον]] π. ἀνθρώπων Thuc.); 1.3) применительно, соответственно, по: π. δίκης Soph. по справедливости, с полным основанием; [[ἐάν]] τι [[ἡμῖν]] π. λόγου ᾖ Plat. если это имеет какое-л. отношение к нашей беседе; ὡς π. ἀνδρὸς εὐγενοῦς Eur. как подобает благородному человеку; οὐ π. σοῦ λέγεις Xen. ты говоришь нечто, недостойное тебя; οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου Xen. (это) было не в характере Кира; 1.4) перед (лицом): ὅ τι δίκαιόν ἐστι καὶ π. [[θεῶν]] καὶ π. ἀνθρώπων Xen. то, что справедливо как в глазах богов, так и в глазах людей; 1.5) за, в пользу (π. τινος λέγειν Arph.): π. [[ἡμέων]] γίνεσθε Her. переходите на нашу сторону; π. ἀνδρὸς φοβουμένη Soph. боясь за мужа; π. σοῦ γάρ, οὐδ᾽ [[ἐμοῦ]], φράσω Soph. я о тебе буду говорить (т. е. забочусь), а не о себе; 1.6) именем, во имя (ἐπιορκεῖν π. δαίμονος Hom.): γουνάζεσθαί τινα π. πατρός Hom. умолять кого-л. (заклиная) именем отца; π. Χαρίτων, μηδεὶς ἀπιστήσῃ τοῖς λεχθησομένοις Luc. ради Харит, пусть никто не усомнится в том, что я скажу; π. [[θεῶν]] Dem. клянусь богами; 1.7) из-за, вследствие: π. τῆς τύχης Soph. по воле судьбы; π. ἀμπλακημάτων Soph. из-за (собственных) прегрешений; π. τίνος ποτ᾽ αἰτίας; Soph. по какой же причине?;<br /><b class="num">2)</b> praep. [[cum]] dat.; 2.1) к (πασσαλεύειν π. πέτραις Aesch.): π. ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι Hom. быть прижатым друг к другу; 2.2) на (π. βωμῷ [[σφαγείς]] Aesch.; π. πέδῳ κεῖσθαι Soph.): σχολάζειν π. τινι Xen. быть занятым чем-л.; π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ εἶναι Plat. быть поглощенным тем, что сказано; π. τινι ἔχειν τὴν διάνοιαν Plat. и τὴν γνώμην Aeschin. направлять на что-л. свою мысль; 2.3) о, об: [[νῆας]] π. σπιλάδεσσιν [[ἆξαι]] Hom. разбить корабли об утесы; 2.4) у, при, возле (π. τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ Xen.): αἱ π. θαλάττῃ πόλεις Xen. приморские города; Λίβυες π. Αἰγύπτῳ Thuc. сопредельные Египту ливийцы; τὸ π. [[ποσί]] Soph. то, что находится у (самых) ног, т. е. ближайшее или настоящее; π. τῇ χώρᾳ Dem. у границ страны; 2.5) сверх, кроме: π. τούτοις [[οἷς]] λέγει Xen. сверх того, что он говорит; π. τοῖς ἄλλοις Thuc. сверх (помимо) всего прочего; [[δέκα]] μῆνας π. ἄλλοις [[πέντε]] Soph. десять да еще пять месяцев; 2.6) в присутствии, перед (π. τοῖς θεσμοθέταις λέγειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> praep. [[cum]] acc.; 3.1) (движение или положение) к, по направлению к, в, на ([[εἶμι]] π. Ὄλυμπον, ἄγειν τινὰ π. οἶκον Hom.): π. κίονα ἐρείσας Hom. прислонившись к столбу; π. [[στῆθος]] [[βαλεῖν]] Hom. ударить в грудь; χῶρον π. αὐτὸν τόνδε Soph. в этом же самом месте; πατρὸς π. τάφον Soph. на могиле или на могилу отца; κλαίειν π. οὐρανόν Hom. воссылать мольбы к небесам; [[σεσωφρονισμένως]] π. τι ὁρᾶν Aesch. благоразумно (спокойно) взирать на что-л.; π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]] Her. на востоке, с восточной стороны; [[ἀκτὴ]] π. Τυρσηνίην τετραμμένη Her. мыс, обращенный в сторону Тиррении; π. μεσημβρίαν Xen. к югу; [[εἰσελθεῖν]] πρός τινα NT зайти к кому-л.; 3.2) около, у, возле: π. γοῦνά τινος καθίζεσθαι Hom. присесть у чьих-л. ног; π. ἕω Arph. и π. ἡμέραν Plat. на рассвете; π. ἑσπέραν Xen. под вечер; π. (τὸ) [[γῆρας]] Eur., Plat. к (в) старости; 3.3) обращаясь к (обычно переводится дательным без предлога): π. ἀλλήλους ἀγορεύειν Hom. говорить между собой; ἀποκρίνεσθαι π. τινα Her. отвечать кому-л.; μνησθῆναί τινος π. τινα Lys. напомнить кому-л. о чем-л.; [[ταῦτα]] π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Plat. это сказано в виде возражения Питтаку; 3.4) с (παίζειν π. τινα Eur.; π. τοὺς Ἀθηναίους ξυμμαχίαν ποιεῖν Thuc.); 3.5) против (π. Τρῶας μάχεσθαι Hom.): π. δαίμονα Hom. вопреки божеству; 3.6) по отношению к (ἡ π. τινα [[φιλία]] Xen.): π. ἀλλήλους ἔχθραι Aesch. взаимная вражда; [[χρήσιμος]] π. τι Plat. полезный для чего-л.; филос. τὸ и τὰ πρός τι Arst. отношение; τὰ Κύρου [[οὕτως]] [[ἔχει]] π. [[ἡμᾶς]], [[ὥσπερ]] τὰ ἡμέτερα π. ἐκεῖνον Xen. отношения Кира к нам таковы же, как наши к нему; οὐδὲν ἐμοὶ π. ἐκείνους Isocr. у меня нет с ними ничего общего; καταλλάττεσθαί τι π. τι Plat. обменивать что-л. на что-л.; οὐδὲν π. [[ἐμέ]] Dem. (это) нисколько меня не касается; τὰ π. τὸν πόλεμον Xen. военные дела (обстоятельства); τὰ π. τοὺς θεούς Soph. наши обязанности по отношению к богам; 3.7) перед (лицом), в присутствии (μαρτυρῆσαι π. τοὺς δικαστάς Plut.): γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας Dem. предстать перед судом тесмотетов; π. [[ὑμᾶς]] Dem. в вашем присутствии; 3.8) вследствие, из-за, ввиду: π. τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν Her. в виду случившегося несчастья; π. ταύτην τὴν φήμην Her. по поводу этого замечания; π. τί; Soph. зачем?, для чего?; [[μήτε]] π. ἔχθραν [[μήτε]] π. [[χάριν]] Dem. ни в силу вражды, ни в силу благосклонности; 3.9) по сравнению с (π. τὸν Κῦρον Her.): [[μείζων]] π. πᾶσαν χώρην Her. больший, чем во всякой (другой) стране; σμικρότητα ἔχειν π. τὸ μέγεθός τινος Plat. быть маленьким по сравнению с (большой) величиной чего-л.; [[ὥσπερ]] [[πέντε]] π. [[τρία]] Arst. (относиться) как пять к трем; 3.10) сообразно, в соответствии, согласно, по: π. τὴν ἀξίαν Xen. по заслугам или по рангу; π. αὐλὸν ὀρχεῖσθαι Xen. плясать под звуки свирели; π. ἀνάγκην Aesch. в силу необходимости или по определению судьбы; π. [[καιρόν]] Soph. кстати; π. βίαν Aesch. силой, насилием; 3.11) вдобавок к, сверх, кроме: π. [[ταῦτα]] Plat. кроме того; π. κακοῖσι πέμπειν [[κακόν]] Soph. добавлять к бедствиям (еще одно) бедствие; 3.12) с целью, для: π. τὸ [[ἐπιδραμεῖν]] Xen. для набегов; π. [[τοῦτο]] Xen. для этого; π. ἡδονήν τι λέγειν Thuc. говорить для того (лишь), чтобы доставить удовольствие; 3.13) по поводу, о: βουλεύεσθαι π. τι Xen. совещаться о чем-л.; 3.14) около, приблизительно (π. [[ἑβδομήκοντα]] Polyb.). | |||
}} | }} |