Anonymous

προσονομάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[προσονομάζω]] θεούς, τους [[αποδίδω]] το όνομα <i>θεοί</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[προσονομάζω]] θεούς, τους [[αποδίδω]] το όνομα <i>θεοί</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσονομάζω:''' именовать, давать название: π. θεούς Her. именовать богами; αἰθέρα π. τὸν [[ἀνωτάτω]] τόπον Arst. называть высочайшее место эфиром.
}}
}}