Anonymous

προσοφείλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ [[τῶν]] Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ [[τῶν]] Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοφείλω:''' <b class="num">1)</b> сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать ([[ἔτι]] [[πολλά]] Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT; ὁ προσοφειλόμενος [[μισθός]] Thuc.): ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. застарелая вражда к кому-л.; χάριτάς τινι π. Xen. питать благодарность к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> отставать ([[πολύ]] τι Polyb.).
}}
}}