Anonymous

προσλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]] μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]] μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσλάμπω:''' бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем.
}}
}}