Anonymous

προσκλίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκλίνω:''' [ῐ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> γέρνω πάνω σε, [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] πάνω σε, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[θρόνος]] ποτικέκλῐται (Δωρ. Παθ. παρακ.) <i>αὐτῇ</i> (<i>κίονι</i>), στέκεται ή στηρίζεται πάνω στον κίονα, στο ίδ.· <i>νῶτονποτικεκλιμένον</i>, η [[πλάτη]] του στηρίζεται πάνω σ' αυτό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[κλίνω]] προς κάποιον ή [[κάτι]], [[προσχωρώ]] στην [[ομάδα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προσκλίνω:''' [ῐ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> γέρνω πάνω σε, [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] πάνω σε, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[θρόνος]] ποτικέκλῐται (Δωρ. Παθ. παρακ.) <i>αὐτῇ</i> (<i>κίονι</i>), στέκεται ή στηρίζεται πάνω στον κίονα, στο ίδ.· <i>νῶτονποτικεκλιμένον</i>, η [[πλάτη]] του στηρίζεται πάνω σ' αυτό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[κλίνω]] προς κάποιον ή [[κάτι]], [[προσχωρώ]] στην [[ομάδα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''προσκλίνω:''' дор. [[ποτικλίνω|ποτῐκλίνω]] (λῑ)<br /><b class="num">1)</b> прислонять, приставлять ([[βέλος]] τινί Hom.): [[θρόνος]] ποτικέκλῐται (pf. pass.) αὐγῇ Hom. кресло стоит у огня;<br /><b class="num">2)</b> склонять, убеждать (τὴν ψυχήν τινος τοῖς λόγοις Plut.): προσκλιθῆναί τινι Sext. склониться в пользу чего-л.; ᾧ προσεκλίθη [[ἀνδρῶν]] [[ἀριθμὸς]] τετρακοσίων NT к которому пристало четыреста человек;<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) склоняться, переходить (на чью-л. сторону) (τοῖς Ῥοδίοις Polyb.; med. τινι Sext.);<br /><b class="num">4)</b> грам. склонять, флектировать.
}}
}}